-
1 Υπουργείο Εξωτερικών
миниcтарcтвото за надворешни работиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > Υπουργείο Εξωτερικών
-
2 υπουργείο(ν)
τό1) министерство;υπουργείο(ν) των εξωτερικών (εσωτερικών) — министерство иностранных (внутренних) дел;
υπουργείο(ν) παιδείας — министерство просвещения;
2) правительство;йχρουν ( — или υπηρεσιακών) υπουργείο(ν) — служебное правительство
-
3 υπουργείο(ν)
τό1) министерство;υπουργείο(ν) των εξωτερικών (εσωτερικών) — министерство иностранных (внутренних) дел;
υπουργείο(ν) παιδείας — министерство просвещения;
2) правительство;йχρουν ( — или υπηρεσιακών) υπουργείο(ν) — служебное правительство
-
4 министерство
министерство с το υπουργείο· \министерство здравоохранения Υπουργείο Υγιεινής* \министерство иностранных дел Υπουργείο Εξωτερικών \министерство культуры Υπουργείο Πολιτισμού· \министерство просвещения Υπουργείο Παιδείας* \министерство торговли Υπουργείο Εμπορικού* * *сτο υπουργείοминисте́рство здравоохране́ния — Υπουργείο Υγιεινής
министе́рство иностра́нных дел — Υπουργείο Εξωτερικών
министе́рство культу́ры — Υπουργείο Πολιτισμού
министе́рство просвеще́ния — Υπουργείο Παιδείας
министе́рство торго́вли — Υπουργείο Εμπορικού
-
5 посольский
-
6 министерство
-а ουδ.1. υπουργείο•министерство финансов υπουργείο οικονομικών•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών υποθέσεων•
иностранных дел υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων•
министерство юстиции υπουργείο δικαιοσύνης.
2. η κυβέρνηση, οι υπουργοί•смена -а αλλαγή κυβέρνησης•
падение -а πτώση της κυβέρνησης.
3. η υπουργία, το υπουργιλίκι. -
7 министерство
министерствос τό ὑπουργεῖο[ν]:\министерство иностра́нных дел τό ὑπουργεῖο[ν] τῶν ἐξωτερικών \министерство здравоохранения τό ὑπουργείο[ν] ὑγιεινής. -
8 департамент
-а α.1. (προεπν.) τμήμα υπουργείου, κρατικού ή δικαστικού ιδρύματος.2. (στις ΗΠΑ και Ελβετία) υπουργείο•государственный департамент υπουργείο των εξωτερικών.
3. διαμέρισμα διοικητικό. -
9 министерство
το υπουργείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > министерство
-
10 департамент
департаментм1. τό τμήμα:Государственный \департамент (в США) τό ὑπουργεῖο[ν] τών Εξωτερικών (στις ΕΠΑ), τό Στέιτς Ντεπάρτμαντ·2. (административный округ во Франции) ὁ νομός. -
11 εξωτερικός
η, ό[ν]1) внешний, наружный;εξωτερική τσέπη;
наружный карман;εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;
εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;
εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;
εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;
τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;
εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;
2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;εξωτερική αγορά — внешний рынок;
εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;
εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;
υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;
3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;
4) перен. внешний, поверхностный;§ εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;
ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;
δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;
ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;
τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;
τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер
-
12 иностранный
επ.ξένος•-ые языки ξένες γλώσσες•
-ое происхождение ξένης προέλευσης, καταγωγής.
|| εξωτερικός•министерство -ых дел υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων.
См. также в других словарях:
υπουργείο — το 1. το σύνολο των δημόσιων υπηρεσιών ορισμένου κλάδου που υπάγονται στην εξουσία ενός υπουργού: Υπουργείο Εξωτερικών. 2. το σύνολο των υπουργών, που μαζί με τον πρωθυπουργό αποτελούν την κυβέρνηση της χώρας: Υπουργείο Πλαστήρα. 3. το σύνολο των … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
Τρικούπης — Επώνυμο αρχοντικής οικογένειας, που καταγόταν από το Μεσολόγγι και η οποία διέπρεψε στα γράμματα και στην πολιτική. Τα σπουδαιότερα μέλη της είναι: 1. Ιωάννης (; – 1824). Πρόκριτος του Μεσολογγίου και Φιλικός. Γεννήθηκε στα μέσα του 18ου αι.… … Dictionary of Greek
Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Muslim minority of Greece — This article is about the indigenous minority of Thrace in northern Greece. For information regarding Islam in Greece in general, see Islam in Greece. Map of the Greek Prefectures according to the 1991 census with the minority highlighted. The… … Wikipedia
Ministère des Affaires étrangères — Cette page d’homonymie répertorie les articles traitant d un même sujet en fonction du pays ou de la juridiction. Le ministère des Affaires étrangères d un pays, dirigé par le ministre des Affaires étrangères, est responsable des contacts… … Wikipédia en Français
Rhodopes — Pour les articles homonymes, voir Rhodope. Rhodopes Carte de localisation des Rhodopes. Géographie … Wikipédia en Français
Montañas Ródope — Mapa con la siuación de las montañas Ródope … Wikipedia Español
Ministère des Affaires étrangères (Grèce) — Ministère des Affaires étrangères Siège Athènes Langue(s) grec Ministre des Affaires étrangères Dim … Wikipédia en Français
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek